Οι γαλλικές εκλογές πίσω από τον καθρέφτη
Μια ανάλυση των γαλλικών εκλογών από τη Μυρτώ Ράις
Γράφει η Μυρτώ Ράις
Τις περισσότερες φορές, οι εκλογές σχολιάζονται και αναλύονται σαν αυτόνομα συστήματα μηχανισμών και στατιστικών, χωρίς πολλές δεύτερες σκέψεις γύρω από τους λαούς, τις καρδιές και τα σώματα αυτών που πρώτοι επηρεάζονται από τα εκλογικά αποτελέσματα.
“Για τους κυρίαρχους η πολιτική είναι συνήθως ζήτημα αισθητικής: ένας τρόπος να σκέφτονται τον εαυτό τους, ένας τρόπος να βλέπουν τον κόσμο, να συγκροτούν το πρόσωπό τους. Για εμάς, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου”, γράφει ο συγγραφέας Εντουάρ Λουί στο “Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου”.
Αυτό που παίχτηκε στον πρώτο γύρο των γαλλικών εκλογών ήταν η κινητοποίηση αυτής ακριβώς της συνείδησης.
Ας το πάρουμε από λίγο πιο πριν. Πολλοί ήταν οι Γάλλοι που το 2002 είχαν κολλήσει σε κάποιο τοίχο του σπιτιού τους το ιστορικό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Libération με το ανακουφιστικό "ουφ”, όταν για πρώτη φορά προκρίθηκε - και τελικά ηττήθηκε - ο πατέρας Λε Πεν στον 2ο γύρο των προεδρικών εκλογών. Μετά από εκείνη την πρώτη τραυματική αλλά ξεσηκωτική εμπειρία, το σενάριο επαναλαμβάνεται, με την κόρη Λε Πεν πλέον, ανανεώνοντας τη συλλογή των “όχι”. Έγινε συνήθεια. Μια συνήθεια που μεγαλώνει την αποστροφή μεγάλης μερίδας ψηφοφόρων να εκβιάζεται από τον διλημματικό χαρακτήρα των δεύτερων γύρων - προεδρικών και βουλευτικών εκλογών (όλες οι εκλογικές περιφέρειες είναι μονοεδρικές).
Κοιτάζοντας το ιστορικό των ποσοστών αποχής, παρατηρούμε ότι οι ψηφοφόροι πήραν το μάθημα του 2002 και, παρά την αποστροφή που μεγαλώνει, η αποχή δεν ανέβηκε ποτέ πάνω από εκείνο το 28,4% που είχε φέρει τον Ζοσπέν τρίτο και τον Λεπέν δεύτερο, κυμαινόμενη σταθερά μεταξύ 20% και 25%. Η αποχή που έχει θεριέψει είναι η αποχή από τις κάλπες των βουλευτικών εκλογών.
Η άνοδος των Λε Πεν
Η εκτόξευση της ανόδου ξεκινά το 2000, έτος όπου με δημοψήφισμα (και αποχή 69,8%!), η θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας περνά από τα 7 στα 5 έτη, κάνοντας τις βουλευτικές και τις προεδρικές εκλογές να συμπίπτουν χρονικά ώστε να αποφεύγεται η επάρατη “συγκατοίκηση”.
Το σοσιαλιστικό, μάλιστα, κόμμα, που τότε είχε τη βουλευτική πλειοψηφία, όρισε ένα χρονολόγιο που θέτει πρώτη τη διεκπεραίωση των προεδρικών εκλογών και στη συνέχεια των βουλευτικών, πριμοδοτώντας ένα είδος εκλεγμένης βασιλείας, ευτελίζοντας την αξία του κοινοβουλίου αφού το εκλογικό σώμα (και πάλι) εκβιάζεται να του δώσει το ίδιο χρώμα με τον ΠτΔ, εντείνοντας, άρα, την πόλωση, και αποτελειώνοντας την όποια δυνατότητα να περάσει η εξουσία σε χέρια άλλα από αυτά της ολιγαρχίας.
Οι παραπάνω αναφορές έχουν σημασία για να αντιληφθούμε καλύτερα τι είδους παιχνίδι παίζει η φιλολογία περί αποχής. Εάν τελικά τα ερωτήματα περί αποχής αποτελούν τον πυρήνα της παλέτας των σχολιαστών, δεν είναι για να τεθεί υπό αμφισβήτηση το σύστημα που δομικά την προάγει, αλλά για να κατηγορηθεί ο λαός ως απολιτίκ, αδιάφορος, αδαής.
Εξυπηρετούν, δηλαδή, την ίδια την αποχή, αποθαρρύνοντας ακόμα και τους πιο ξεροκέφαλους που συνεχίζουν να πιστεύουν ότι αυτό το είδος εκλογικής αναμέτρησης μπορεί να κάνει την εξουσία να αλλάξει χέρια. Αποσιωπούν, δε, την άλλη πλευρά του νομίσματος, ότι δηλαδή οι αναγωγές επί της συμμετοχής, της “χρήσιμης ψήφου” κοκ., δείχνουν ότι “ο λαός που δημοκρατικά επέλεξε” αντιστοιχεί σε ένα 10%.
Το δημοκρατικό τείχος
Αντίδοτο στον εκβιαστικό χαρακτήρα του γαλλικού εκλογικού συστήματος ήταν, σε πρώτη φάση, το “δημοκρατικό τείχος”. Όμως, 15 χρόνια μετά, η σύστασή του έχει αλλάξει. Ο 1ος γύρος των φετινών εκλογών δείχνει την εξαφάνιση της παραδοσιακής δεξιάς και του σοσιαλιστικού κόμματος που ήταν τα βασικά συστατικά του “τείχους”. Οι συσχετισμοί πλέον παίζονται ανάμεσα σε ακροδεξιά κόμματα, τη ρητορική των οποίων αγκαλιάζει και ο Μακρόν (ας μην ξεχνάμε τον νόμο “περί απόσχισης”), και την αριστερά που ουσιαστικά εκπροσωπεί ο Μελανσόν και η Ανυπότακτη Γαλλία.
“Ο Μακρόν είναι το οικονομικό πρόγραμμα της Λε Πεν συν την ταξική περιφρόνηση, η Λε Πεν είναι το οικονομικό πρόγραμμα του Μακρόν συν τη φυλετική περιφρόνηση”, δήλωσε πρόσφατα o Μελανσόν.
Περισσότερο από ποτέ, η φετινή δημόσια συζήτηση επικεντρώθηκε στην ασφάλεια (αυτό δεν έχει αλλάξει από τον Σαρκοζί και έπειτα) και την ισλαμοφοβία, όπου τον τόνο έδωσε ο Ερίκ Ζεμούρ με τη διάχυση της συνωμοσιολογικής θεωρίας της "μεγάλης αντικατάστασης".
Ο Ζεμούρ, παρότι προβλήθηκε κατά κόρον, (έστω και σαν καρικατούρα) από όλα τα ΜΜΕ, δεν κατάφερε κάποιο αξιόλογο ποσοστό, η κανονικοποίηση όμως της ρητορικής του ρατσιστικού μίσους έκανε τη Λε Πεν να φαντάζει μετριοπαθής.
Ο υπουργός Εσωτερικών, Ζεράρ Νταρμαρέν, τής είχε άλλωστε προσάψει τη “ελαστικότητά” της απέναντι στους μετανάστες και το Ισλάμ.
Σε ένα κλίμα τρομακτικού αντιμεταναστευτικού λαϊκισμού και αναβίωσης των Πεταινικών αντανακλαστικών, ο Μελανσόν ήταν ο μόνος που άρθρωσε συνεπή αντιρατσιστικό λόγο, εισάγοντας στο πολιτικό λεξιλόγιο τη λέξη créolisation ως απεικόνιση της πραγματικής Γαλλίας.
Πρώτος στους μετανάστες ο Μελανσόν
Ακούγεται πολύ ότι ο Μελανσόν έρχεται πρώτος στους νέους. Εκείνο που ακούγεται λιγότερο, επειδή κάνει τις ρωγμές να ανοίγουν, τις καρέκλες να τρίζουν και τους ύπνους μερικών να χάνονται, είναι ότι ο Μελανσόν έρχεται πρώτος, ή δεύτερος με μεγάλες πάντως διαφορές, εκεί όπου υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση απογόνων μεταναστών: υπερπόντια εδάφη, νότος, πολλά μεγάλα αστικά κέντρα και σίγουρα τα φτωχότερα προάστιά τους.
Πρόκειται για μεγάλη, τεράστια, νίκη του αντιρατσιστικού λόγου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ιμάμηδες κάλεσαν σε στήριξη του Μελανσόν, και τα μεγάλα ονόματα της ραπ τάχθηκαν υπέρ του.
Η γεωγραφία των ψήφων του σκιαγραφεί μια, ακόμα δειλή, σύγκλιση μεταξύ “βαρβάρων” και “άξεστων”, μη λευκών και λευκών προλεταρίων, παρότι μεγάλη μερίδα των λαϊκών τάξεων των αποβιομηχανοποιημένων κυρίως περιοχών, απέχει ή αποπροσανατολίζεται από τον κυρίαρχο ρατσιστικό λόγο.
Δέκα χρόνια πριν, κανείς δεν θα μπορούσε να υποθέσει ότι ένα τέτοιο αντι-νεοφιλελεύθερο και αντιρατσιστικό πρόγραμμα θα πετύχαινε ένα 22%. Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια εκπληκτική συσπείρωση της τελευταίας στιγμής που ανέτρεψε όλα τα γκάλοπ, καταλήγοντας στο θρίλερ της βραδιάς των εκλογών, με τη διαφορά από τη Λεπέν να αγγίζει το 0,8%, για να καταμετρηθεί τελικά στις 500.000 ψήφους.
Μένει να κρατηθεί η δυναμική της Ανυπότακτης Γαλλίας στις βουλευτικές εκλογές ώστε ο Μακρόν να βρεθεί απέναντι σε ένα κοινοβούλιο που θα τον δυσκολεύει. Μένει επίσης να αναζωπυρωθεί η δυναμική του δρόμου που η πανδημία ανέκοψε ξαφνικά.
.