Γαλλία: Η επιστροφή του Λαϊκού Μετώπου
Τομά Πικετί: Το πρόγραμμα που υιοθέτησαν τα αριστερά κόμματα σηματοδοτεί την επιστροφή της κοινωνικής και οικονομικής δικαιοσύνης.
Στη στήλη του, ο Γάλλος οικονομολόγος χαιρετίζει τη γέννηση της Νέας Λαϊκής Οικολογικής και Κοινωνικής Ένωσης και πιστεύει ότι στην εποχή του πληθωρισμού είναι «απαραίτητο να βάλουμε τους πλουσιότερους να συνεισφέρουν».
Δημοσιεύθηκε στις 7 Μαΐου 2022 στις 08.11, και στις 10 Μαΐου στο blog του, από όπου και το μεταφράσαμε
Μετάφραση: Βαΐα Κατσαρού
Ας το πούμε χωρίς περιστροφές: η συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα κόμματα της γαλλικής Αριστεράς με την ονομασία «Νέα Λαϊκή Ένωση» είναι μια εξαιρετική είδηση για τη γαλλική και την ευρωπαϊκή Δημοκρατία. Όσοι βλέπουν σε αυτήν τον θρίαμβο του ριζοσπαστισμού και του εξτρεμισμού δεν έχουν καταλάβει τίποτα από την εξέλιξη του καπιταλισμού και τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε εδώ και δεκαετίες. Αν δούμε τα πράγματα με ψυχραιμία, το πρόγραμμα μετασχηματισμού που προτείνεται το 2022 είναι λιγότερο φιλόδοξο από εκείνα του 1936 ή του 1981. Αντί να ενδώσουμε στον συντηρητισμό που επικρατεί, είναι προτιμότερο να το εκλάβουμε ως αυτό που είναι: ένα καλό σημείο εκκίνησης πάνω στο οποίο μπορούμε να χτίσουμε.
Το πρόγραμμα που εγκρίθηκε σηματοδοτεί την επιστροφή της κοινωνικής και οικονομικής δικαιοσύνης. Σε μια εποχή που ο πληθωρισμός έχει ήδη αρχίσει να κόβει τα εισοδήματα και τις αποταμιεύσεις ακόμη και των πιο μετριοπαθών, είναι επείγουσα η ανάγκη να αλλάξουμε πορεία. Όσοι υποστηρίζουν ότι ό,τι και να γίνει κανείς δεν θα πληρώσει, λένε ψέματα στους πολίτες. Προκειμένου να προστατευθούν οι πιο ευάλωτοι από τις επιπτώσεις του πληθωρισμού και να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις στην υγεία, την εκπαίδευση και το περιβάλλον, θα είναι απαραίτητο να ζητηθεί από τους πλουσιότερους να συνεισφέρουν.
Μεταξύ 2010 και 2022, σύμφωνα με το περιοδικό Challenges (το οποίο κανείς δεν θεωρεί αριστερό), οι 500 μεγαλύτερες γαλλικές περιουσίες αυξήθηκαν από 200 δισεκατομμύρια σε σχεδόν 1.000 δισεκατομμύρια- δηλαδή από το 10% του ΑΕΠ σε σχεδόν 50% του ΑΕΠ.
Η αύξηση είναι ακόμη μεγαλύτερη αν μεγαλώσουμε το εύρος και εξετάσουμε τις 500.000 μεγαλύτερες περιουσίες (1% του ενήλικου πληθυσμού), οι οποίες ξεπερνούν πλέον τα 3.000 δισεκατομμύρια ευρώ (6 εκατομμύρια ευρώ ανά άτομο σύμφωνα με την Παγκόσμια Βάση Δεδομένων Ανισότητας), σε σύγκριση με τα μόλις 500 δισεκατομμύρια των φτωχότερων 25 εκατομμυρίων (50% του ενήλικου πληθυσμού, όπου ο καθένας κατέχει 20.000 ευρώ κατά μέσο όρο).
Η επιλογή να καταργηθεί ο πενιχρός φόρος του πλούτου -εν μέσω μιας τέτοιας περιόδου θεαματικής ευημερίας για τους πιο πλούσιους και στασιμότητας για τους λιγότερο πλούσιους- ενώ θα έπρεπε προφανώς να αυξηθεί, δείχνει μια περίεργη αίσθηση προτεραιοτήτων. Οι ιστορικοί που θα μελετήσουν αυτή την περίοδο δεν θα είναι φιλικοί προς τις κυβερνήσεις Μακρόν και τους υποστηρικτές τους.
Η ακρογωνιαία δύναμη των αριστερών κομμάτων είναι να ξεπεράσουν τις συγκρούσεις τους και να ενωθούν εναντίον αυτής της ολισθηρής πορείας. Εκτός από την επαναφορά του Φόρου Περιουσίας (ή του φόρου πλούτου), προτείνεται η μετατροπή του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας σε προοδευτικό φόρο επί του καθαρού πλούτου, που θα επιτρέψει μεγάλες φορολογικές μειώσεις για εκατομμύρια υπερχρεωμένους Γάλλους της εργατικής και μεσαίας τάξης.
Για να ενθαρρυνθεί η πρόσβαση στην ιδιοκτησία, η δέσμη μέτρων θα μπορούσε να συμπληρωθεί με τον επαναπροσδιορισμό του συστήματος κληρονομίας που θα επιτρέπει σε όλο τον πληθυσμό να λαμβάνει μια ελάχιστη κληρονομιά.
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ της «ανυπότακτης Γαλλίας» και των σοσιαλιστών προβλέπει επίσης την επέκταση των μισθολογικών δικαιωμάτων στους gig workers και την ενίσχυση της παρουσίας των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια. Τέτοιο σύστημα υπάρχει από τη μεταπολεμική περίοδο στη Σουηδία και τη Γερμανία (με έως και 50% των θέσεων σε μεγάλες εταιρείες) και επέτρεψε την καλύτερη συμμετοχή όλων στις μακροπρόθεσμες επενδυτικές στρατηγικές.
Δυστυχώς, παραμένει εμβρυακό στη Γαλλία: η Δεξιά ήταν πάντοτε υπερεχθρική απέναντί του (οι Γκωλικοί προσποιούνταν μερικές φορές ότι ευνοούσαν τη συμμετοχή στα κέρδη, στην πραγματικότητα με λίγα ψίχουλα, αλλά χωρίς ποτέ να αμφισβητούν το μονοπώλιο της εξουσίας των μετόχων), και η Αριστερά πόνταρε τα πάντα για μεγάλο χρονικό διάστημα στις εθνικοποιήσεις (όπως το 1981). Η σημερινή στροφή προς μια λιγότερο κρατικοκεντρική και περισσότερο συμμετοχική προσέγγιση θυμίζει τις συλλογικές συμβάσεις του 1936 και ανοίγει το δρόμο για ένα νέο παράδειγμα. Και πάλι, μακροπρόθεσμα, θα πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα, για παράδειγμα, με την εξασφάλιση του 50% των θέσεων για τους εργαζόμενους σε όλες τις εταιρείες (μικρές και μεγάλες) και με τον περιορισμό των δικαιωμάτων ψήφου κάθε μεμονωμένου μετόχου στις μεγάλες εταιρείες στο 10%.
Ας στραφούμε στο ευρωπαϊκό ζήτημα. Όλα τα κόμματα της «Νέας Λαϊκής Ένωσης» τάσσονται υπέρ της κοινωνικής και φορολογικής εναρμόνισης στην Ευρώπη και της μετάβασης στην αρχή της πλειοψηφίας. Το να προσπαθεί κανείς να τα παρουσιάσει ως αντιευρωπαϊκά, ενώ είναι τα πιο φεντεραλιστικά από όλα, είναι ένας αδέξιος ελιγμός. Οι φιλελεύθεροι που ισχυρίζονται ότι είναι Ευρωπαίοι, στην πραγματικότητα απλώς χρησιμοποιούν την ευρωπαϊκή ιδέα για να ακολουθήσουν τις αντικοινωνικές τους πολιτικές. Με τον τρόπο αυτό, είναι αυτοί που εκθέτουν σε κίνδυνο την Ευρώπη.
Αν οι εργατικές τάξεις ψήφισαν μαζικά κατά της Ευρώπης στα δημοψηφίσματα του 1992 και του 2005, και ξανά στην ψηφοφορία για το Brexit το 2016, αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως έχει σχεδιαστεί μέχρι σήμερα, ευνοεί δομικά τους πιο ισχυρούς και μετακινήσιμους οικονομικούς παράγοντες, εις βάρος των πιο ευάλωτων. Είναι η Ευρώπη εκείνη που έχει οδηγήσει ολόκληρο τον κόσμο και τις Ηνωμένες Πολιτείες στο κυνήγι της ολοένα και χαμηλότερης φορολόγησης των κερδών των πολυεθνικών, σε σημείο που κάποιοι αυτοσυγχαίρονται σήμερα για τον ελάχιστο συντελεστή 15%, ελάχιστα υψηλότερο από τον ιρλανδικό συντελεστή του 12,5%, εξάλλου με πολλαπλές καταστρατηγήσεις, και σε κάθε περίπτωση πολύ χαμηλότερο από αυτό που πληρώνουν οι ΜμΕ (Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις) και οι μεσαίες και εργατικές τάξεις. Είναι ψευδές να ισχυρίζεται κανείς ότι το πρόβλημα θα λυθεί με την διατήρηση του κανόνα της ομοφωνίας.
Για να βάλουμε τέλος στο φορολογικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό ντάμπινγκ στην Ευρώπη, πρέπει αφενός να κάνουμε συγκεκριμένες σοσιαλφεντεραλιστικές προτάσεις στους εταίρους μας και αφετέρου να λάβουμε μονομερή μέτρα για να βγούμε από το αδιέξοδο. Για παράδειγμα, όπως έχει δείξει το Ευρωπαϊκό Φορολογικό Παρατηρητήριο, η Γαλλία θα μπορούσε ήδη να επιβάλει έναν ελάχιστο φορολογικό συντελεστή 25% ή 30% στις εταιρείες που εδρεύουν σε φορολογικούς παραδείσους και πωλούν αγαθά και υπηρεσίες στη Γαλλία.
Ας ελπίσουμε ότι η εκλογική εκστρατεία θα αποτελέσει ευκαιρία να ξεπεράσουμε τις καρικατούρες και να προχωρήσουμε μπροστά σε αυτά τα ουσιώδη ζητήματα.
Τομά Πικετί: Διευθυντής σπουδών στην Ecole des hautes études en sciences sociales, Ecole d'économie de Paris.