Τρεις βασικοί λόγοι για την ανελέητη βία των όπλων στην Αμερική
Δέκα εννέα παιδιά και δύο ενήλικες σκοτώθηκαν σε πυροβολισμούς σε δημοτικό σχολείο του Τέξας
Δημοσιεύθηκε στο The Conversation: 25 Μαΐου 2022 5.21 π.μ. BST - Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2022 10.49 π.μ. BST- Μετάφραση: Βαϊα Κατσαρού. Άδεια Creative Commons
Τουλάχιστον 19 παιδιά και δύο ενήλικες σκοτώθηκαν όταν ένας ένοπλος έφηβος άνοιξε πυρ σε δημοτικό σχολείο του Τέξας στις 24 Μαΐου 2022 - ο πρόσφατος μαζικός πυροβολισμός σε μια χώρα όπου τέτοια περιστατικά έχουν γίνει συνηθισμένα.
Πολλά παραμένουν άγνωστα για την επίθεση στο Δημοτικό Σχολείο Ρόμπ, στο Ουβάλντε, μια μικρή πόλη, με λατινοαμερικάνικο κυρίως πλυθυσμό, στο νότιο Τέξας. Η αστυνομία δεν έχει ακόμη αποκαλύψει το πιθανό κίνητρο πίσω από την επίθεση. Ο 18χρονος, σύμφωνα με τις αναφορές, πήγαινε από τάξη σε τάξη φορώντας αλεξίσφαιρο γιλέκο κρατώντας δύο όπλα στρατιωτικού τύπου.
Όπως δείχνει το παρακάτω γράφημα, η συχνότητα των πυροβολισμών σε σχολεία στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια.
Οι πυροβολισμοί στα σχολεία έχουν αυξηθεί κατακόρυφα από το 2010, στις ΗΠΑ
Οι πυροβολισμοί κορυφώθηκαν το 2021, ενώ οι αριθμοί για τους πρώτους πέντε μήνες του 2022 είναι σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Ακολουθούν τρία κείμενα από το αρχείο του The Conversation για να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε την ιστορία των μαζικών πυροβολισμών στις ΗΠΑ και να εξηγήσουμε γιατί η κυβέρνηση, παρά το μακελειό, αποτυγχάνει να λάβει μέτρα για τον έλεγχο της οπλοκατοχής.
1. Οι πυροβολισμοί στα σχολεία σε επίπεδο ρεκόρ
Η επίθεση στο Δημοτικό Σχολείο Ρομπ του Τέξας ήταν, σύμφωνα με τα στοιχεία, η 137η επίθεση σε σχολείο που έλαβε χώρα στις ΗΠΑ μέχρι στιγμής φέτος. Το 2021 σημειώθηκαν 249 επιθέσεις με πυροβολισμούς σε σχολεία - μακράν η χειρότερη χρονιά που έχει καταγραφεί ποτέ.
Ο Τζέιμς Ντένσλεϊ του Κρατικού Πανεπιστημίου Μετροπόλιταν της Μινεσότα και η Τζίλιαν Πίτερσον του Πανεπιστημίου Χαμλάιν αποφάσισαν να καταχωρούν τέτοια περιστατικά σε μια βάση δεδομένων σχετικά τους μαζικούς πυροβολισμούς στις ΗΠΑ. Αυτό τους βοήθησε να δημιουργήσουν το προφίλ του τυπικού υπόπτου για πυροβολισμούς σε σχολεία. Ορισμένα από αυτά τα χαρακτηριστικά φαίνεται να ισχύουν και για τον δράστη του πρόσφατου αιματοκυλίσματος, όπως η ηλικία και το φύλο. Σε γενικές γραμμές, οι δράστες των πυροβολισμών σε σχολεία τείνουν στη συντριπτική τους πλειονότητα να είναι νυν ή πρώην μαθητές του σχολείου στο οποίο επιτίθενται, και βρίσκονται "σχεδόν πάντα" σε κάποιου είδους κρίση πριν από το περιστατικό, όπως φαίνεται από τις αλλαγές στη συμπεριφορά τους. Οι ύποπτοι εμπνέονται, επίσης, συχνά από άλλους παρόμοιους δράστες, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει σε κάποιο βαθμό τη ραγδαία αύξηση των επιθέσεων αυτών τα τελευταία χρόνια.
Ο Ντένσλεϊ και η Πίτερσον αναφέρουν ότι «ο τεράστιος αριθμός των επιθέσεων και οι απειλές για επιθέσεις» αφήνουν μικρά περιθώρια αντίδρασης στα σχολεία, με αποτέλεσμα να λαμβάνονται πολλά και διαφορετικά μέτρα τα οποία στην πλειονότητά τους αποτυγχάνουν να επιβραδύνουν τη συχνότητα των επιθέσεων σε όλες τις πολιτείες. Οι δύο μελετητές αντιπαραβάλλουν την αντιμετώπιση των επιθέσεων αυτών στις ΗΠΑ, η οποία γίνεται σε τοπικό επίπεδο, με την εθνική νομοθετική αντιμετώπιση που γίνεται σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Φινλανδία και η Γερμανία, καταλήγοντας: «Οι πυροβολισμοί στα σχολεία δεν είναι αναπόφευκτοι. Μπορούν να προληφθούν. Αλλά οι πολιτικοί και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να δράσουν γρήγορα, διότι κάθε μαζική επίθεση στα σχολεία τροφοδοτεί τον κύκλο για την επόμενη, προκαλώντας ζημιά πολύ μεγαλύτερη από τις χαμένες ζωές».
Διαβάστε: School shootings are at a record high this year – but they can be prevented
2. Περισσότερα όπλα στη διάθεση των επίδοξων δραστών
Ενώ ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν έναν «τυπικό» Αμερικανό δράστη μπορεί να εμφανίζονται και σε άλλους δράστες που ζουν σε άλλες χώρες, υπάρχει όμως ένας τομέας στον οποίο οι ΗΠΑ πρωτοστατούν - η πρόσβαση σε όπλα.
Ο ύποπτος στο δημοτικό σχολείο του Ρομπ φέρεται να αγόρασε τα στρατιωτικού τύπου τουφέκια του λίγο μετά τα 18α γενέθλιά του. Το γεγονός ότι μπόρεσε να το κάνει, προφανώς με ευκολία, οφείλεται πιθανότατα στους χαλαρούς νόμους περί ελέγχου της οπλοκατοχής που ισχύουν στο Τέξας και στις ΗΠΑ όπου ζούσε. Αυτή η έλλειψη ουσιαστικής ρύθμισης έχει οδηγήσει σε ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό πυροβόλων όπλων στα χέρια των κατοίκων των Η.Π.Α. - μια τάση που έχει επιταχυνθεί τα τελευταία χρόνια, όπως σημειώνουν ο Πάτρικ Κάρτερ και ο Μάρκ Α. Ζίμερμαν του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και η Ρεμπέκα Σόκολ του Κρατικού Πανεπιστημίου του Γουέιν της Νεμπράσκα.
«Από την έναρξη της κρίσης της δημόσιας υγείας, οι πωλήσεις πυροβόλων όπλων αυξήθηκαν κατακόρυφα. Πολλά από αυτά τα πυροβόλα όπλα έχουν καταλήξει σε νοικοκυριά με έφηβα παιδιά, αυξάνοντας τον κίνδυνο τυχαίου ή σκόπιμου τραυματισμού ή θανάτου ή αυτοκτονίας», γράφουν. Αυτό διευκολύνει, επίσης. τους επίδοξους δράστες να πάρουν στα χέρια τους πυροβόλα όπλα που μένουν αφύλακτα στα σπίτια.
«Οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουν το πυροβόλο όπλο από το σπίτι. Και ο αριθμός των όπλων που είναι προσβάσιμα από τους εφήβους σχολικής ηλικίας έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας», αναφέρουν.
3. Γιατί οι εκκλήσεις του κόσμου για τον έλεγχο της οπλοκατοχής δεν είναι αρκετές
Με αφορμή τις δολοφονίες στο Τέξας, γίνονται ήδη από τον κόσμο εκκλήσεις για αυστηροποίηση της νομοθεσίας και τον έλεγχο της οπλοκατοχής, μεταξύ άλλων και από τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν όπως ακούσαμε στην ομιλία του τη νύχτα του αιματοκυλίσματος. Αλλά όπως είδαμε μετά το μακελειό στο Σαντι Χουκ, όπου σκοτώθηκαν 20 παιδιά και έξι μέλη του προσωπικού του σχολείου, υπάρχει έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής δράσης και οι πιθανότητες να περάσει κάτι τέτοιο από το Κογκρέσο φαίνονται ελάχιστες.
Και αυτό παρά τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι η πλειονότητα των Αμερικανών υποστηρίζει την αυστηροποίηση της νομοθεσίας περί όπλων και την απαγόρευση των πυροβόλων όπλων.
Γιατί λοιπόν η κυβέρνηση δεν κάνει αυτό που θέλει ο λαός; Ο Χάρι Γουίλσον, καθηγητής Δημόσιων Σχέσεων στο Κολλέγιο Ρόανοκι, αναφέρει τρεις λόγους
Πρώτον, το πολίτευμα των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι άμεση δημοκρατία και, ως εκ τούτου, οι πολίτες δε λαμβάνουν οι ίδιοι αποφάσεις. Αντιθέτως, η νομοθετική εξουσία βρίσκεται στα χέρια των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους στο Κογκρέσο. Αλλά «η σύνθεση και οι κανόνες του Κογκρέσου είναι καίριας σημασίας, ειδικά στη Γερουσία, όπου κάθε πολιτεία έχει δύο ψήφους. Αυτή η κατανομή των γερουσιαστών αντιπροσωπεύει δυσανάλογα τα συμφέροντα των μικρότερων πλυθυσμιακά πολιτειών».
Δεύτερον, «οι δημοσκοπήσεις και η κοινή γνώμη δεν είναι τόσο ξεκάθαρες όσο φαίνονται. Η εστίαση σε μία ή δύο μόνο ερωτήσεις δημοσκοπήσεων μπορεί να διαστρεβλώσουν τις απόψεις του κοινού σχετικά με τον έλεγχο της οπλοκατοχής», λέει ο Γουίλσον.
Και τέλος, η επιρροή των ψηφοφόρων και των ομάδων συμφερόντων λειτουργεί ως αντίβαρο στη λαϊκή γνώμη.
«Αυτοί που κατέχουν όπλα, παρά αυτοί που δεν κατέχουν, είναι πιο πιθανό να ψηφίζουν με βάση το θέμα της οπλοκατοχής, να έχουν επικοινωνήσει με έναν εκλεγμένο αξιωματούχο για το δικαιώματα της οπλοκατοχής και να έχουν συνεισφέρει χρήματα σε μια οργάνωση που παίρνει θέση κατά του ελέγχου", γράφει ο Γουίλσον.
Εν τω μεταξύ, οι ομάδες πίεσης που εκπροσωπούν τεράστιες οργανώσεις, όπως η National Rifle Association of America (NRA), ασκούν περαιτέρω πίεση στους αιρετούς αντιπροσώπους. «Οι αιρετοί έχουν ανάγκη τις ψήφους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ναι μεν τα χρήματα είναι απαραίτητα για τις πολιτικές καμπάνιες, αλλά οι ψήφοι και όχι τα χρήματα ή οι δημοσκοπήσεις, είναι αυτές που καθορίζουν τις εκλογές. Αν μια ομάδα μπορεί να φέρει ψήφους, τότε έχει δύναμη», γράφει ο Γουίλσον.
Διαβάστε: If polls say people want gun control, why doesn’t Congress just pass it?